- πραγμάτευμα
- -ατος, τὸ, ΜΑ [πραγματεύομαι]ασχολία, υπόθεση, έργο («τὸ πραγμάτευμα τὸ τῶν ῥητόρων», Φιλόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πραγμάτευμα — business neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)